επιχορήγηση — η 1. η επιπλέον χορήγηση και παροχή, πρόσθετη αμοιβή. 2. χρηματική ενίσχυση που χορηγείται μια φορά ή κάθε μήνα ή κάθε χρόνο σε ιδρύματα ή πρόσωπα: Η επιχορήγηση των αθλητικών σωματείων από τα παιχνίδια του ΟΠΑΠ. 3. το χρηματικό ποσό που πληρώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιχορήγηση — η 1. πρόσθετη, ειδική οικονομική ενίσχυση 2. χρηματική ενίσχυση που παρέχεται εφάπαξ ή σε τακτές περιόδους σε ιδρύματα ή πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. επιχορήγησις μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοεληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού… … Dictionary of Greek
πριμοδότηση — η, Ν [πριμοδοτώ] 1. (οικον.) η παροχή χρηματικής αμοιβής για ενθάρρυνση ή στήριξη μιας δραστηριότητας, αλλ. επιχορήγηση 2. φρ. α) «πριμοδότηση εξαγωγών» (οικον.) i) η εκ μέρους τού κράτους κάλυψη μέρους τού κόστους παραγωγής εξαγώγιμων προϊόντων… … Dictionary of Greek
Πατριωτικό Ίδρυμα — Σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων». Σκοπός του ήταν η περίθαλψη των οικογενειών των επιστράτων. Το 1917 αναδιοργανώθηκε με την ονομασία «Πατριωτικόν Ίδρυμα … Dictionary of Greek
Τσαϊκόφσκι, Πιοτρ Ίλιτς — (Βοτκίνσκ 1840 – Πετρούπολη 1893). Ρώσος συνθέτης. Γιος του Ιλία Πέτροβιτς, ορυκτολόγου μηχανικού, και της Αλεξάνδρας Αντρέγεβνα Ασιέ, από την οποία ο Τ. πήρε μερικά στοιχεία του χαρακτήρα του, τη λεπτή ευαισθησία του και τη βασανιστική νεύρωσή… … Dictionary of Greek
God Save the Queen — This article is about the anthem. For other uses, see God Save the Queen (disambiguation). God Save the Queen Publication of an early version in The Gentleman s Magazine, 15 October 1745. The title, on the Contents page, is given as God save our… … Wikipedia
έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
διάμετρον — διάμετρον, το (Α) [μέτρον] η καθορισμένη επιχορήγηση και κυρίως το σιτηρέσιο τού στρατιώτη … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek